-
1 συναρίθμοξα
1 in physical sense, fit together,κεραίαν δίχα πρίσαντες ξ. πάλιν ὥσπερ αὐλόν Th.4.100
; ξυνάρμοσον βλέφαρα.. Χερί close them, E.Ph. 1451, cf. IT 1167;σ. τοὺς πόρους Thphr.Sens.9
;τι πρός τι Hp.
Aër.9, Arist.HA 541b4:—[voice] Pass.,λίθοι εὖ συνηρμος μένοι Hdt.1.163
;ἀλλήλοιν συναρμοσθῆναι Pl.R. 412a
; to be joined in wedlock, Arist.Mir. 840b14, PSI2.166.17 (ii B.C.), IG5(2).268.30 (Mantinea, i B.C.), BGU1103.23 (i B.C.),b put together, so as to make a whole, σκάφος, ἵππον, E. Hel. 233 (lyr.), Tr.11; πόλινς. Pl.Lg. 628a;σ. τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ Id.R. 519e
; :—[voice] Pass.,συναρμοσθέντ' Ἀφροδίτῃ Emp.71.4
.2 of combination in act or thought, ὁμοῦ βίην τε καὶ δίκην ς. Sol.36.14;καρπὸν δίκᾳ Pi. N.10.12
;σ. εἰς ταὐτόν Pl.Ti. 35a
; τρία ὄντα ς. Id.R. 443d;ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας Isoc.15.11
; compound a word,ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι Pl.Cra. 414b
:—[voice] Pass.,ἡ συνηρμος μένη λέξις Phld.Po.Herc.994.26
; πρὸς ἄλληλα ς. ib.35.3 metaph., adapt or conform one thing to another, εὐχερείᾳ σ. βροτούς, i.e. make them indifferent to crime, A.Eu. 495 (lyr.);σ. τοῖς παροῦσι τὸν τρόπον Ephipp.7
; ap.Gal.6.96:—[voice] Pass.,πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος X.Ap.16
; esp. of Music,λύρα συνηρμος μένη πρὸς τὸν αὐλόν Id.Smp.3.1
.II intr., fit together, Pl.Tht. 204a, Arist. GA 747b1, PA 654b19.2 metaph., agree together, , Phld.Po.Herc.994.27;τοσαύτῃ φιλίᾳ Lys.Fr. 261
S.;σ. εἰς φιλίαν X.Mem.2.6.20
: abs., Id.Cyr.7.5.60, etc.;σ. εἰς ἅπαντα Pl.Lg. 729a
.III [voice] Med. much like [voice] Act., join together, unite, Id.Ti. 53e, Plt. 309c; ap.Stob.4.28.18, cf. Plu.Sol.15; join in wedlock,νέαν καὶ ὡραίαν Ocell. 4.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρίθμοξα
-
2 συν-αρμόζω
συν-αρμόζω, att. συναρμόττω, zusammenfügen, -passen, verbinden, vereinigen; Λυγκεῖ φρενῶν καρπὸν εὐϑείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ, Pind. N. 10, 12; πάντας ἤδη τόδ' ἔργον εὐχερείᾳ συναρμόσει βροτούς, Aesch. Eum. 471; ξυνάρμοσον βλέφαρά μου τῇ σῇ χερί, Eur. Phoen. 1460; u. in Prosa: ξυναρμόττων τοὺς πολίτας πειϑοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, Plat. Rep. VII, 519 e; συναρμόσας ἀπὸ τοῦ ϑεῖν καὶ ἅλλεσϑαι τὸ ὄνομα, Crat. 414 b; οἱ ξυναρμοσϑέντες δεσμοί, Tim. 81 d; u. med., τὰ διαφέροντα κάλλει σωμάτων γένη συναρμόσασϑαι, Tim. 53 e; συναρμόξατο, Tim. Locr. 99 a; Thuc. 4, 100; συναρμοσϑέντες κατὰ τοῠτον τὸν τρόπον, Pol. 1, 26, 16. – Von Künstlern, die aus angemessener Verbindung der Theile ein schönes Ganzes bilden, bes. vom Tonkünstler, componiren, Sp. – Intrans., zusammenpassen, angemessen sein, übereinstimmen, mit Einem, τινί, οὐδὲ ξυναρμόττουσιν Mem. 2, 6, 24; συναρμόζουσαι γυναῖκες, Xen. Cyr. 7, 5, 60; Sp., wie Luc. hist. conscr. 55.
См. также в других словарях:
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek